- φιλοίκειος
- -ον, Α1. αυτός που αγαπά τους οικείους του, τους συγγενείς του2. (για διαθέσεις και αισθήματα) αυτός που φανερώνει αγάπη για τους συγγενείς3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοίκειονη αγάπη για τους συγγενείς4. (το ουδ. ως κύριο όν.) Φιλοίκειοντίτλος έργου τού Φιλοστράτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + οἰκεῖος].
Dictionary of Greek. 2013.